πεύκο

πεύκο
Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των π. συνδέεται με τον προπαρασκευαστικό ρόλο που παίζουν στη φυσική εξέλιξη του δάσους γιατί είναι από τα πρώτα δενδρώδη που εμφανίζονται σε αποψιλωμένα εδάφη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πολλά είδη π. έχουν μεγάλη χρησιμότητα στη δασοκομία και στην αναδάσωση.Από τα πιο διαδεδομένα είδη στις εύκρατες και θερμές περιοχές είναι το κοινό πεύκο (πεύκη η χαλέπα), τοπ. το παράλιο (πεύκη η παράλια) και η κουκουναριά (πεύκη η πιτύς). Το πρώτο προτιμά ξερά, ασβεστούχα εδάφη και σχηματίζει μεγάλα δάση στην Πελοπόννησο, Στερεά, Χαλκιδική και στα νησιά. Τα άλλα δύο είδη ευδοκιμούν σε παραθαλάσσια και αμμώδη εδάφη ακόμα και στα πιο φτωχά, αρκεί να μην είναι συμπαγή και ασβεστούχα. Στις βόρειες περιοχές συναντώνται το δασικό π. (πεύκη η δασικήή άγρια), που είναι ένα από τα πιο αξιόλογα είδη για αναδασώσεις· τα δάση της πεύκης της λαρικοειδούς· η πεύκη η κέμβρη, που σχηματίζει δάση σε υψόμετρο 2.000-2.300 είτε αμιγή είτε μαζί με την πεύκη τη λαρικοειδήκαι την πεύκη την ερυθρελάτη· η πεύκη η μούγκος, με χαμηλό και στρεβλό βλαστό, παρόμοια με πυκνό θάμνο, η οποία μπορεί να σχηματίζει θαμνώδεις ή ημιθαμνώδεις ενώσεις, στο προς τα άνω τελευταίο όριο της δενδρώδους δασικής βλάστησης, κυρίως στις πιο ψηλές και απόκρημνες αλπικές πλαγιές. Από τα φύλλα της εξάγεται αιθέριο έλαιο με φαρμακευτικές ιδιότητες. Η πεύκη η κέμβρηφτάνει ύψος 8-10 μ., έχει φύλλα σκληρά, βελονοειδή, σκουροπράσινα με γλαυκή απόχρωση κατά δέσμες από πέντε· έχει κώνους ωοειδείς, που μοιάζουν με τους κώνους της κουκουναριάς, αν και είναι πιο μικροί· το ξύλο της είναι λευκό, εύκολο στην επεξεργασία, κατάλληλο για τη λεπτοξυλουργική. Τα π. γενικά είναι δέντρα με κόμη σφαιροειδή ή πυραμιδοειδή, με κορμό διακλαδούμενο, ο οποίος όμως απογυμνώνεται προς τα κάτω· όταν τα π. φυτρώνουν πυκνά μερικά απ’ αυτά, όπως η πεύκη η δασική, η πεύκη η λαρικοειδής και ηκουκουναριά (πεύκη η πιτύς), είναι συχνά μεγαλοπρεπή, φτάνοντας μερικές φορές τα 25 μ. ύψος. Ιδιαίτερη μορφή έχει η κόμη της κουκουναριάς, με τον ευθύ, όρθιο κορμό, ο οποίος γερνώντας διατηρεί μόνο τους βλαστούς της κορυφής, παίρνοντας έτσι τη μορφή της ομπρέλας. Ανάλογα με το είδος, τα βελονοειδή και αειθαλή φύλλα φύονται κατά δέσμες από 2-5 σε κοινό κολεό. Άλλοτε πιο επιμήκεις και άλλοτε πιο ωοειδείς, μοναχικοί ή κατά ομάδες, εμφανίζονται ανάλογα με το είδος, και οι κώνοι, οι οποίοι έχουν λέπια περισσότερο ή λιγότερο αμβλέα. Το ξύλο του π., σκληρό και ρητινώδες, είναι πάντοτε αρωματικό και έχει συνήθως λεπτή ίνα. Χάρη σ’ αυτά τα προσόντα του χρησιμοποιείται ευρύτατα στις οικοδομικές εργασίες, στη ναυπηγική και στην επιπλοποιία. Τα π. δίνουν, εξάλλου, ρητίνη, από την απόσταξη της οποίας εξάγεται τερεβινθίνη και ως υπόλειμμα κολοφώνιο, ενώ από την απόσταξη του ξύλου εξάγεται κατράμι. Μερικές ποικιλίες π. είναι ιδιαίτερα ρητινώδεις και χαρακτηρίζονται με τον αγγλικό όροpitch-pine. Πεύκη η χαλεπιά, το κοινό πεύκο. Πεύκη η δασική ή άγρια. Βλαστός με κώνους. Πεύκη η κέμβρη. Πεύκο 129 ετών στο Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας.
* * *
το, Ν
βοτ. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελατίδες ή πευκίδες, με 100 περίπου είδη ρητινοφόρων δασικών αειθαλών δένδρων που έχουν παγκόσμια κατανομή αλλά είναι ιθαγενή κυρίως τών εύκρατων περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη, με αλλαγή γένους κατά το δέντρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεύκο — το πεύκος, πεύκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεγάλο Πεύκο — Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουπρασίας …   Dictionary of Greek

  • πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • κωνοφόρα — Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • ημερόπιτυς — ἡμερόπιτυς, ίτυος, ἡ (Α) καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»] …   Dictionary of Greek

  • πευκάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δροσάτου. * * * (I) το, Ν [πεύκο] μικρό, χαμηλό ή νεαρό πεύκο: (II) το, Ν [πεύκι] μικρό πεύκι, τάπητας ή κάλυμμα …   Dictionary of Greek

  • πεύκος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νεσπορίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ.), στην πρώην επαρχία Βιάννου, του νομού Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • βελονόφυλλα — Φυτά με μακριά, πολύ λεπτά και σκληρά φύλλα, που μοιάζουν με βελόνα. Τα φύλλα έχουν μόνο ένα κεντρικό νεύρο (μονόνευρα), χωρίς διακλαδώσεις. Τα βελονοειδή φύλλα είναι γενικά μόνιμα και τα β. φυτά είναι αείφυλλα και διατηρούν την ίδια όψη όλες τις …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”